(από την Καθημερινή της Κυριακής)
Είναι τελικά ο κατώτατος μισθός των 586 ευρώ υψηλός;Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, που ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα με αφορμή τη γνωστή παρέμβαση Μέργου, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τον μέσο μισθό, το επίπεδο τιμών, την παραγωγικότητα...
και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Αν γίνει αυτό, τότε ο κατώτατος μισθός που δικαιολογούν τα οικονομικά μεγέθη της Ελλάδας πρέπει να είναι στα 640 ευρώ και όχι στα 586 ευρώ που είναι σήμερα, σύμφωνα με υπολογισμούς ειδικής ακαδημαϊκής μελέτης. Είναι λάθος να υπολογίζουμε τον «σωστό» κατώτατο μισθό με βάση το επίπεδο που ήταν πριν ή ακόμα χειρότερα με το επίπεδο των κατώτατων μισθών που υπάρχουν σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ακόμη και του ίδιου μεγέθους ή ανταγωνιστικές με την Ελλάδα. Αυτό επισημαίνει στην «Κ» ο καθηγητής Χρηματοοικονομικών του πανεπιστήμιου του Λίβερπουλ, Κώστας Μήλας, ο οποίος ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια με τον προσδιορισμό του «δίκαιου» κατώτατου μισθού. Ο καθηγητής επικαλείται την οικονομική θεωρία: Ο κατώτατος μισθός αυξάνεται θετικά με τον μέσο μισθό, το επίπεδο τιμών (αποπληθωριστή ΑΕΠ), την παραγωγικότητα εργασίας και την ανταγωνιστικότητα τιμών της ελληνικής οικονομίας. Αν όλα αυτά ληφθούν υπόψη σε ένα ειδικό οικονομετρικό μοντέλο, τότε προκύπτει το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα ήταν πάντα ή του ύψους ή του βάθους. Πριν από τις μειώσεις των μισθών λόγω εφαρμογής του Μνημονίου, οι κατώτατες αποδοχές ήταν υψηλότερες απ’ ό,τι δικαιολογούσαν οι αντοχές της ελληνικής οικονομίας. Τώρα, ο βασικός μισθός των 586 ευρώ (πόσω μάλλον των 511 ευρώ για τους νέους κάτω των 25 ετών) είναι υπερβολικά μικρός, με βάση το ίδιο κριτήριο. Συγκεκριμένα, ο μισθός αυτός βάσει της οικονομικής θεωρίας προσδιορίζεται στα 640 ευρώ (και για την ακρίβεια στα 640,5 ευρώ τον μήνα), δηλαδή κατά περίπου 10% υψηλότερα από τα σημερινά επίπεδα. Αν κάνουμε χρήση της ιστορικής βάσης δεδομένων του ΟΟΣΑ για να αποτιμήσουμε το επίπεδο του μέσου μισθού που ακολουθεί τις μεταβολές των παραπάνω παραγόντων από το 1970 έως σήμερα, τότε προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα: Πρώτον, ο κατώτατος μισθός βρέθηκε, τη δεκαετία του 1970, μέχρι και 9% κάτω από τις οικονομικές δυνατότητες της Ελλάδας κυρίως λόγω της διπλής κρίσης πετρελαίου. Δεύτερον, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε αδικαιολόγητα μέχρι και 10% -κυρίως από τις αρχές μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Τότε πραγματοποιήθηκαν αυξήσεις μισθών που ήταν υπεράνω των πραγματικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας. Τρίτον, ο κατώτατος μισθός κινήθηκε σε επίπεδα που συμβαδίζουν με τις δυνατότητες της οικονομίας μέχρι τις αρχές του 2000, κυρίως λόγω των προσπαθειών που έγιναν με στόχο τη σύγκριση και την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Τέταρτον, οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2002 μέχρι το 2010 προχώρησαν στις μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών (περίπου 15%) που έχουν σημειωθεί τα τελευταία 40 χρόνια, με εξαίρεση εκείνη που έγινε τη διετία 1981-1982 (σχεδόν 20%). Πέμπτον, ο κατώτατος μισθός έφτασε πάλι να υπερβαίνει μέχρι και 9% τις δυνατότητες της οικονομίας το 2010, έτος κατά το οποίο η Ελλάδα προσέφυγε στη στήριξη της τρόικας. Εκτοτε, ο κατώτατος μισθός διορθώνεται (καθοδικά) με βίαιο τρόπο. Σήμερα βρίσκεται σε επίπεδο 9,3% κάτω από τις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. «Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αντί περαιτέρω μείωσης, θα έπρεπε να μιλάμε για αύξηση από τα 586 ευρώ στα 640,5 ευρώ», σημειώνει ο καθηγητής Μήλας. «Ο σημερινός τρέχων κατώτατος μισθός είναι άδικα χαμηλός και συνεπώς ούτε τροφοδοτεί την ανεργία ούτε επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας» καταλήγει ο ίδιος. Γιατί η σύγκριση με άλλες χώρες είναι λάθος; Διότι ο βασικός μισθός των 1.500 ευρώ μπορεί να είναι χαμηλός για την ανταγωνιστικότητα της Ιρλανδίας (του Μνημονίου) και υπερβολικά υψηλός για του Βελγίου (εκτός Μνημονίου). Οπως εξηγεί ο κ. Μήλας, «η σύγκριση θα πρέπει να γίνεται με την οικονομική κατάσταση της ίδιας χώρας. Επειδή, όμως, πολλοί επιμένουν σε ανούσιες συγκρίσεις, αναφέρουμε ότι ο κατώτατος μισθός τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ισπανία βρίσκεται στο 35% του μέσου μισθού, ενώ ο κατώτατος μισθός στην Πορτογαλία αντιστοιχεί στο 39% του μέσου μισθού της χώρας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου