Αντίθετες αποφάσεις από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε συνταγματικό το μνημόνιο (1 και 2) και τις μειώσεις αποδοχών και επιδομάτων των εργαζομένων άρχισαν να εκδίδουν τα κατώτερα δικαστήρια της χώρας, δημιουργώντας μείζον θέμα, αφού -ως γνωστόν- οι νόμοι και η εφαρμογή τους κρίνονται πάντοτε στην πράξη. Βέβαια, εν προκειμένω, η απόφαση είναι του Ειρηνοδικείου και έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας, γεγονός που δημιουργεί αίσθηση κυρίως για τη διαφορά επιπέδου και νομιμοποίησης των δύο δικαστηρίων.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στο νομικό περιοδικό «Επιθεώρησης Εργατικού Δικαίου» (τεύχος 10/2012) και είναι του Ειρηνοδικείου Αθηνών (599/2012) με ειρηνοδίκη τη Σταυρούλα Κουτρουβίδα. Στη Δικαιοσύνη είχαν προσφύγει οι εργαζόμενοι στην Ανώνυμη Εταιρεία ΣΤΑΣΥ (πρώην ΑΜΕΛ Α.Ε.), η οποία είναι θυγατρική της «Αττικόν Μετρό Α.Ε.» και ανήκει στον δημόσιο τομέα.
Η ειρηνοδίκης αναφέρει πως είναι αντισυνταγματικοί και αντίθετοι στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) αλλά και αντίθετοι στις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας οι δύο μνημονειακοί νόμοι 3833/2010 και 3845/2010 που επέβαλαν μείωση των αποδοχών και των επιδομάτων των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα.
Πρόκειται, μάλιστα, για την πρώτη απόφαση των πολιτικών δικαστηρίων που έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκρινε ότι οι μνημονικοί περιορισμοί στις αποδοχές, δώρα, κ.λπ. των εργαζομένων είναι συμβατοί με τις επιταγές του Συντάγματος και την ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία.
Ανεπίτρεπτη επέμβαση
Η ειρηνοδίκης αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι τα μέτρα που επιβλήθηκαν εις βάρος των εργαζομένων συνιστούν ανεπίτρεπτη επέμβαση στη συλλογική αυτονομία, με αποτέλεσμα να καταλύουν το Σύνταγμα, ενώ δεν συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα, όπως είναι η μείωση των τιμών και των φόρων. Παράλληλα, δεν ακολουθήθηκε η αρχή της ισότητας, αφού έγινε μείωση ίδιου ύψους στις αποδοχές τόσο των υψηλόμισθων όσο και των χαμηλόμισθων.
Ιδού το σκεπτικό της απόφασης: «Συνεπάγεται ότι η επέμβαση στη συλλογική αυτονομία πρέπει να συνιστά μέτρο όλως εξαιρετικό και να μην υπερβαίνει μία εύλογη χρονική περίοδο, να συνοδεύεται δε από επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία του επιπέδου ζωής των εργαζομένων, τηρουμένης, σε κάθε περίπτωση, της αρχής της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί συνταγματικό περιορισμό των νομοθετικών περιορισμών των συνταγματικών θεμελιωδών δικαιωμάτων, επιτάσσοντας ότι μεταξύ του νόμιμου σκοπού που επιδιώκει ένας περιορισμός του δικαιώματος και του συγκεκριμένου περιορισμού πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση. Η εφαρμογή της αρχής αυτής θεμελιώνεται αφενός στο εσωτερικό μας δίκαιο, και συγκεκριμένα στο άρθρο 25 παρ. 1δ’ του Συντάγματος, και αφετέρου στις διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α. για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που έχει κυρωθεί από τη χώρα μας με τον Ν. 53/1979 και δυνάμει του άρθρου 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος έχει υπερνομοθετική ισχύ. Έτσι, σε περίπτωση μείωσης αποδοχών και επιδομάτων, πρέπει να εξετάζεται η αναλογικότητα του μέτρου προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος και να τηρείται η προϋπόθεση ότι τα μέτρα δεν επιφέρουν δυσανάλογη προσβολή, εν όψει του επιδιωκόμενου σκοπού, σε συνταγματικά δικαιώματα και αγαθά, σε καμία περίπτωση δε δεν δικαιολογείται να καταλύονται θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος (22 παρ. 2 και 23 παρ. 1)».
Περιορισμένου χρόνου
Η ειρηνοδίκης αναφέρει επίσης πως, ακόμα κι αν ληφθούν υπ’ όψιν οι έκτακτοι λόγοι εθνικού συμφέροντος, οι μειώσεις αυτές θα έπρεπε να γίνουν για περιορισμένο χρόνο χωρίς να υπάρχει εγγύηση επαναφοράς ή ουσιαστικού αποτελέσματος:
«Η αιτιολογία της αναγκαιότητας για τη λήψη των επίδικων μέτρων που αφορούν τις μειώσεις των αποδοχών και επιδομάτων των εργαζομένων που προβλέπονται, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, είναι προφανώς ελλιπής, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι τα μέτρα αυτά καταργούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και ουσιαστικά τη συνδικαλιστική ελευθερία και συλλογική αυτονομία, είναι δε αντίθετα με τις Διεθνείς Συμβάσεις που έχει συνάψει η Ελλάδα και που δυνάμει του άρθρου 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος έχουν αποκτήσει υπερνομοθετική ισχύ. … Κατά συνέπεια, με τα επίδικα μέτρα παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, καθώς, εκτός από την παραπάνω ανεπίτρεπτη μονιμότητα του χαρακτήρα τους, δεν βρίσκονται σε αντιστοιχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ούτε συνοδεύονται με αντισταθμιστικά μέτρα (μείωση τιμών, άμεσων και έμμεσων φόρων κ.λπ.) και εγγυήσεις για την προστασία ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού της χώρας. Αντίθετα, όπως είναι γνωστό, επιβάλλονται στους πολίτες ταυτόχρονα με μία σειρά ιδιαίτερα σκληρών φοροεισπρακτικών μέτρων που προβλέπουν μείωση ή κατάργηση αφορολόγητων ορίων και τα οποία πλήττουν τις πλέον ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, την προστασία των οποίων έπρεπε να εγγυώνται και να διαφυλάττουν».
Επιμέλεια: Μυρτώ Τσάβαλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου