Τις παρατηρήσεις και τις αντιπροτάσεις της σχετικά με τους σχεδιασμούς του υπουργείου Δικαιοσύνης για τις δίκες- «εξπρές» διατύπωσε η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) σε 26σέλιδη έκθεσή της.
Η ΕΕΔΑ αναφέρει αρχικά ότι το νομοσχέδιο εισάγει «τολμηρές δικονομικές τομές», αρκετές από τις οποίες μπορούν να ελαφρύνουν τον βαρύτατο φόρτο των δικαστηρίων.
Ακόμη, η ΕΕΔΑ αναφέρει: "Κύρια αίτια της συσσώρευσης των υποθέσεων και της υπερβολικής διάρκειας των διοικητικών δικών είναι η κακοδιοίκηση, σε συνδυασμό με τη δαιδαλώδη πολυνομία, και η αλόγιστη άσκηση ένδικων μέσων από το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ, που αποτελούν τεράστιο ποσοστό του αριθμού των εκκρεμών στο ΣτΕ υποθέσεων. Γι' αυτό, και οι επιτυχέστερες δικονομικές μεταρρυθμίσεις δεν αρκούν, όσο η λειτουργία και η νοοτροπία της διοίκησης δεν αλλάζει. Υπό τις παρούσες όμως συνθήκες, μόνο με τη δραστική μείωση των ένδικων μέσων που ασκούν το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ μπορεί να επιτευχθεί αξιόλογη μείωση του φόρτου των δικαστηρίων".
Την επιφυλακτικότητά της εξέφρασε η επιτροπή σχετικά με το άρθρο 1 του νομοσχεδίου, το οποίο εισάγει το θεσμό της «Πρότυπης δίκης» που συνίσταται στην εκδίκαση από το Συμβούλιο της Επικρατείας κάθε ένδικου μέσου ή βοηθήματος που ασκήθηκε σε οποιοδήποτε διοικητικό δικαστήριο, εφόσον θέτει «ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων». Η υπόθεση εισάγεται στο ΣτΕ, κατ' αίτηση ενός διαδίκου ή ύστερα από προδικαστικό ερώτημα του διοικητικού δικαστηρίου, στο οποίο έχει ασκηθεί το ένδικο βοήθημα ή μέσο, με πράξη τριμελούς Επιτροπής του ΣτΕ που δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες. Η εισαγωγή στο ΣτΕ συνεπάγεται την «αναβολή» εκδίκασης της υπόθεσης στο διοικητικό δικαστήριο. Η τριμελής Επιτροπή θα εκδίδει είτε θετική πράξη, αποδεχόμενη την εισαγωγή της υπόθεσης στο ΣτΕ, είτε απορριπτική πράξη.
Όμως, η ΕΕΔΑ αναφέρει ότι κατ' εφαρμογή των άρθρων 20, παρ. 1 του Συντάγματος και 6, παρ. 1 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, θα πρέπει να παρέχεται στους διαδίκους, είτε ζήτησαν την εισαγωγή της υπόθεσης στο ΣτΕ είτε όχι, δυνατότητα να εκθέσουν τις απόψεις τους στην τριμελή Επιτροπή, πριν αυτή εκδώσει την πράξη, τουλάχιστον με υποβολή υπομνήματος. Η μη παροχή τέτοιας δυνατότητας - αναφέρει η Εθνική Επιτροπή - μπορεί να θεωρηθεί ασύμβατη και με τον συνταγματικό κανόνα περί φυσικού δικαστή (άρθρο 8 Συντάγματος).
Ακόμη, η ΕΕΔΑ έχει επιφυλάξεις ως προς τη διάταξη του νομοσχεδίου (άρθρο 6) που αναφέρεται στις εισηγήσεις των δικαστών στις συζητήσεις των υποθέσεων στο ΣτΕ. Με τη νέα ρύθμιση ο εισηγητής - σύμβουλος Επικρατείας - περιορίζεται πλέον στο ιστορικό της υπόθεσης που απασχολεί το δικαστήριο και στα ζητήματα που ανακύπτουν χωρίς να εκφράζει τη γνώμη του όπως γίνεται μέχρι σήμερα.
Η Επιτροπή αναφέρει ως προς αυτό ότι η δημόσια διατύπωση της γνώμης του εισηγητή προάγει τον διάλογο και διευκολύνει τη «συνεργασία» των διαδίκων με το ΣτΕ, προς όφελος της Δικαιοσύνης και της εύρυθμης λειτουργίας της Διοίκησης.
Ως προς την αύξηση των παραβόλων στο ΣτΕ, η Επιτροπή αναφέρει: "Με την επιβολή αυξημένου παραβόλου για τη συζήτηση ένδικου βοηθήματος ή μέσου που απέρριψε ο δικαστικός σχηματισμός, δυσχεραίνεται η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη μόνο για τους ιδιώτες, αφού μόνον αυτοί καταβάλλουν παράβολο. Την κύρια ευθύνη όμως για την επιβάρυνση των δικαστηρίων φέρουν το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ. Ένας τρόπος να αποτρέπονται το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ από την επιδίωξη της συζήτησης της υπόθεσης είναι να επιβάλλει ο δικαστικός σχηματισμός, με την απορριπτική απόφασή του, δικαστική δαπάνη".
Η Επιτροπή προτείνει ακόμη τη βελτίωση το άρθρου 12 του νομοσχεδίου που θέτει "φίλτρο" εισόδου των υποθέσεων από τα Διοικητικά Δικαστήρια (μέσω εφέσεων ή αναιρέσεων) στο ΣτΕ.
Αντίθετο στις συνταγματικές επιταγές και στις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι το άρθρο 22 του νομοσχεδίου σύμφωνα με την ΕΕΔΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου