Ο ΙΟΥΛΙΟΣ ΕΒΟΛΑ, Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ, ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Ο ΣΙΩΝΙΣΜΟΣ

Δημοσιεύθηκε από xryshaygh 
“Ο κοινός, αγοραίος και επιδεικτικός αντισημητισμός, που καθιστούσε τους Ιουδαίους υπέυθυνους γιά κάθε μορφή υπονομευτικής και ανατρεπτικής δραστηριότητας, ήταν κατά την άποψή του Έβολα μιά ταπεινωτική αποδοχή κατωτερότητας όλων των λευκών Εθνών απέναντι στους Ιουδαίους.”

Όταν ο Ιούλιος Έβολα, ένας από τους κυριότερους επικριτές του ιουδαιο-φιλελεύθερου ψευδοπολιτισμού στον εικοστό αιώνα, παρουσίασε την φυλετική θεωρία του κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’30, η κύρια έμπνευση για την αντισημιτική σκέψη ήταν τα περιβόητα «Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών». Σύμφωνα με τους σχολιαστές τους τα «πρωτόκολλα» ήταν μια έκθεση εικοσιτεσσάρων μυστικών συνεδριάσεων που πραγματοποιήθηκαν από τους ηγέτες του διεθνούς εβραϊσμού, οι οποίοι επινόησαν και προσπάθησαν να σχηματοποιήσουν ένα σχέδιο για την παγκόσμια κυριαρχία. Αποκαλύφθηκαν μετά την κλοπή τους από μιαν απόκρυφη Στοά και αποτέλεσαν την άσβεστη θρυαλίδα γιά την έκρηξη του αντισημιτισμού και του αντισιωνισμού που εκδηλώθηκε στον εικοστό αιώνα.

Όπως ήταν αναμενόμενο και απόλυτα εύλογο, οι εβραϊκές οργανώσεις έσπευσαν να απαξιώσουν και να δυσφημήσουν τα «πρωτόκολλα» με κάθε διαθέσιμο μέσο. Η διασημότερη επίσημη προσπάθειά τους κατέληξε σε κάποια δικαστικά μέτρα που λήφθηκαν από ένα δικαστήριο της Βέρνης το 1933, ενάντια σε έναν Ελβετό εθνικιστή, ο οποίος είχε εκδώσει και διανείμει το έγγραφο. Η απόφαση του δικαστηρίου ότι : «τα πρωτόκολλα ήταν μια δυσφημιστική παραποίηση», υπήρξε γιά τον Έβολα «μιά επιπρόσθετη απόδειξη της αλήθειας, πέρα από κάθε σοβαρή αμφισβήτηση». Στα οξυδερκή μάτια του το ζήτημα της όποιας αυθεντικότητας των «πρωτοκόλλων» ήταν «δευτερεύον σε σύγκριση με το πολύ σοβαρότερο και ουσιαστικό πρόβλημα της ακριβολογίας τους», γιατί ακόμα κι’ αν δεν συντάχθηκαν πραγματικά από τους «σοφούς» ή δεν βασίζονταν σε ένα υπάρχον έγγραφο σχέδιο, κατά την άποψή του το κείμενό τους ήταν «ασύγκριτης σημασίας» ώστε να επιστήσει την δέουσα προσοχή της ανθρωπότητας κατά πρώτον, στο «εβραϊκό ζήτημα» και επιπλέον σε κάτι πιό σημαντικό : «στις υπονομευτικές και ανατρεπτικές δυνάμεις που δρούν στην πρόσφατη ιστορία».

Σ’ αυτό το πνεύμα και με αυτό το ρεαλιστικό και ιδεολογικό πλαίσιο, ο μεγάλος στοχαστής δήλωσε ότι τα «πρωτόκολλα» έριξαν «νέο φως στον πόλεμο των Εβραίων ενάντια στις παραδόσεις, στην αριστοκρατία, στα σύμβολα και στις υπέρτατες αξίες της Ευρώπης», διότι αποκάλυψαν ξεκάθαρα ότι αυτός «ο ιουδαϊκός πόλεμος κατά των ευρωπαϊκών εθνών παρήγαγε και προωθούσε ιδεολογίες που υπονομεύουν και καταστρέφουν την αίσθηση της τάξης του Λευκού ανθρώπου, όπως η κεφαλαιοκρατία, ο κοσμοπολιτισμός, ο εξισωτισμός, ο υλισμός, ο φεμινισμός, κ.λπ. »

Εμπνευσμένοι από το όραμά της παγκόσμιας βασιλείας τους, οι Ιουδαίοι με την ανατρεπτική εισαγωγή αυτών των ιδεολογιών στις κοινωνίες, «τονίζουν υπέρμετρα τις αρνητικές πτυχές, τις καταχρήσεις και τις αδικίες» της παραδοσιακής Ευρώπης. Για αυτόν τον λόγο, «διαδίδουν τα μικρόβια μιας επικριτικής και ορθολογιστικής νοοτροπίας, που προορίζεται να αλλοιώσει τον ενδότατο ηθικό αρμό, το στήριγμα των οργανικά καθιερωμένων και επιβεβαιωμένων ιστορικών ιεραρχιών». Μ’ αυτήν τους την προσπάθεια προσπάθησαν και προσπαθούν ακατάπαυστα και συστηματικά να εξουσιάσουν τα κύρια κέντρα της επίσημης διδασκαλίας, να ελέγξουν την κοινή γνώμη μέσω του μονοπωλίου τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, να υπονομεύσουν την οικογενειακή ζωή με την προαγωγή αντιφυσικών και εξαθλιωτικών προτύπων και να προκαλέσουν γενικευμένη κοινωνική και ηθική ηττοπάθεια. Σκοπεύουν με εξαιρετική επίμονη να σχηματοποήσουν μιαν ελεγχόμενη «περιρρέουσα ατμόσφαιρα», ένα κατασκεύασμένο «διανοητικό κλίμα», ένα εβραιοκρατουμενο «πνεύμα των καιρών», μιαν εικονική πραγματικότητα, διαρκώς «προξενώντας σάλο με την ανάδευση δυσπιστίας, χυδαίων και αναξιοπρεπών φημών ακόμη και σχετικά με την ιεροσύνη» και τους άλλους αντιπροσώπους της λευκής κοινωνίας. Έχουν κατορθώσει να αναγάγουν κάθε ατομικό και δημόσιο ενδιαφέρον αποκλειστικά και μόνο στην οικονομία, «αντικαθιστώντας όλες τις προηγούμενες αρχές κοινωνικής συμβίωσης και δραστηριότητας με μαθηματικούς υπολογισμούς και υλιστικές επιταγές και προστάγματα».

Ο Έβολα επεσήμανε ότι η τροχιά της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας, φάνηκε «να επιτυγχάνει τους στόχους που καθορίστηκαν στα πρωτόκολλα.» Εν τέλει η εκστρατεία των Σιωνιστών «σοφών»» πέτυχε την μετατροπή των λευκών «σ’ ένα πολτό όντων χωρίς παράδοση και εσωτερική δύναμη,» και έγινε εφικτή «η αρχαία υπόσχεση του βασιλείου του Εκλεκτού Λαού». Αλλά εάν για τον Έβολα οι Ιουδαίοι ήσαν αναμφίβολα μία από τις κυρίαρχες ανατρεπτικές δυνάμεις στον σύγχρονο κόσμο, όμως διαχώρισε τις απόψεις του από εκείνες των επιδεικτικών, φανταχτερών και «ευτελών αντισημιτών», που έφθασαν να βλέπουν παντού υπαρκτούς ή φανταστικούς Ιουδαίους, σαν ένα είδος από μηχανής-δαιμονικών θεών, υπεύθυνων για τα δεινά του πλανήτη. Θεωρούσε πως αυτός ο τύπος γενικευτικής υπεραπλούστευσης, αυτο-οδηγήθηκε σε ανυποληψία, απώλεια του κύρους και της αξιοπιστίας του, ενώ έως τις ημέρες μας συνεχίζει να οδηγεί σε δυσπιστία και αμφιβολία τους αποδέκτες του. Γράφει χαρακτηριστικά : «μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει, να παραδεχθεί, ίσως ακόμη και να ομολογήσει τον ολέθριο ρόλο που έπαιξε ο Εβραίος στην ιστορία του πολιτισμού», αλλά αυτό «δεν πρέπει να ζημιώνει και να παραβλάπτει μιά βαθύτερη απαιτούμενη έρευνα, η οποία μπορεί να μας καταστήσει ενήμερους και να μας προσφέρει πραγματική επίγνωση εκείνων των δυνάμεων γιά τις οποίες ακόμη και ο Εβραϊσμός ενδεχομένως υπήρξε μόνο το εργαλείο».

Κατά συνέπεια, ενώ η ευρωπαϊκή σύγκρουση με τον Ιούδα ανάγεται σε περισσότερο από δύο χιλιετίες πριν, ο Έβολα, τόνισε, πως μόνο τον τελευταίο καιρό, με την εμφάνιση των φιλελεύθερων-κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών και ιδιαίτερα με την άνοδο της Αμερικής σε θέση παγκόσμιας δύναμης (και στις ημέρες μας μόνης πλανητικής υπερδύναμης), ξεκίνησαν οι Ιουδαίοι να διαφεντεύουν τις λευκές πατρίδες. Αν και ο Έβολα στο σύνολο του έργου του αποδέχθηκε και επικύρωσε τόσο την ηθική και πνευματική ορθότητα, όσο και την ιστορική αναγκαιότητα του αντισημιτισμού, ταυτόχρονα απέρριπτε επίμονα τον «τοπικισμό και την αντιληπτική στενότητα των συχνά αυθαίρετων αρχών του», επισημαίνοντας στον αντισημιτισμό των χρόνων του την έλλειψη μιάς «πραγματικά γενικής θεώρησης».

Ο κοινός, αγοραίος και επιδεικτικός αντισημητισμός, που καθιστούσε τους Ιουδαίους υπέυθυνους γιά κάθε μορφή υπονομευτικής και ανατρεπτικής δραστηριότητας, ήταν κατά την άποψή του Έβολα μιά ταπεινωτική αποδοχή κατωτερότητας όλων των λευκών Εθνών απέναντι στους Ιουδαίους. Υποστήριζε πως οι Ιουδαίοι ήσαν ισχυρότεροι και ικανότεροι, μόνον όταν εκφυλίζοταν ο Λευκός άνθρωπος. Δηλαδή μόνον όταν δεν ήταν πλέον ο εαυτός του, οπότε έτσι εξασθενημένος γινόταν τρωτός στους Ιουδαίους, καθώς «η ισχύς τους προήλθε από την εκμετάλλευση εκείνων των εκφυλισμένων δυνάμεων που ήδη υπήρχαν και προσέβαλαν την ζωή των Εθνών, αλλά όχι από την δική τους δημιουργία και εξαπόλυση τέτοιων δυνάμεων».

Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Έβολα θεωρούσε ότι οι ανατρεπτικές δυνάμεις ισχυροποιημένες και εξουσιοδοτημένες από την φιλελεύθερη κεφαλαιοκρατία και υπό την εκμετάλλευση των Ιουδαίων ήσαν «μόνον οι τελευταίοι κρίκοι σε μιαν αλυσίδα αιτιών που είναι αδιανόητες χωρίς προηγούμενα, όπως, για παράδειγμα, ο ανθρωπισμός της Αναγέννησης, ο προτεσταντικός θρησκευτικός ανασχηματισμός και η Γαλλική Επανάσταση, τα οποία είναι φαινόμενα που κανένας δεν θα σκεφτόταν σοβαρά να τα αποδώσει αποκλειστικά σε μιαν εβραϊκή συνωμοσία.Οι Ιουδαίοι ουδέποτε διέθεταν την δύναμη μιας τόσο ευρείας σύνθεσης, έχοντας αποκλειστικά δυνατότητα μόνο γιά λεπτομερείς αναλύσεις »

Επιγραμματικά, η ιουδαϊκή ισχύς ακολούθησε μιά μεγαλύτερη ιστορική διαδικασία «αποσύνθεσης και εκφυλισμού», η οποία «αποαριοποίησε» τον Λευκό άνθρωπο και προετοίμασε τον δρόμο γιά την παγκόσμια ιουδαϊκή βασιλεία. Κατά συνέπεια ο ανολοκλήρωτος και ατελής αντισημιτισμός, όχι μόνο τείνει να μετατρέψει απλοϊκά και εν τέλει αθωωτικά τους Ιουδαίους σ’ έναν έμφυτο αποδιοπομπαίο τράγο για τις αποτυχίες του σύγχρονου πολιτισμού, αλλά αποπροσανατολίζει επίσης και την γενικότερα απαιτούμενη προσπάθεια ενάντια στις δυνάμεις «αποαριοποίησης» του σύγχρονου κόσμου, που δυστυχώς δεν είναι απλώς και μόνον ιουδαϊκές, δηλαδή «τον ορθολογισμό της μηχανοποίησης, τον εκκοσμικευμένο και κοσμικό μυστικιστικό διαφωτισμό των ιλουμινάτων (ιλουμινατισμό) και την κοσμοθεώρησή τους, βασισμένη στους αριθμούς και στην ποσότητα.»

Αν και ο Έβολα τόνιζε εμφατικά ότι οι Εβραίοι δεν ήταν η μόνη αιτία της αντιευρωπαϊκής ώσης και πορείας του νεωτεριστικού εκσυγχρονισμού,του «μοντερνισμού», μολαταύτα δέχτηκε ότι ήταν πρέπον κι’ ευκολότερο να αντιπαλέψουμε τις συγκεκριμένες προσωποποιημένες δυνάμεις της σήψης (Ιουδαίοι) παρά τις γενικευτικές αφαιρέσεις (μοντερνισμό – φιλελεύθερο πλουτοκρατικό νεωτερισμό) και ότι ασφαλώς η εικόνα του «παντοδύναμου Ιουδαίου» είναι ένα αποτελεσματικό σύμβολο για την μέγιστη κινητοποίηση της αντίστασης ενάντια στις αντιάριες διαλυτικές δυνάμεις. Επειδή ο Έβολα θεωρούσε πως η καταστροφή της «προηγούμενης αυτοκρατορικής, αριστοκρατικής και πνευματικής Ευρώπης μας» κατέστησε εφικτή την ιουδαϊκή κυριαρχία, μόνον η επιστροφή στις αρχές αυτής της Ευρώπης εμπεριείχε γι’ αυτόν την οποιαδήποτε προοπτική αποτελεσματικής αντίστασης ενάντια στην δαιμονική τάξη πραγμάτων που γεννήθηκε από την κυριαρχία τους.

Άρα, ο αγώνας κατά των δυνάμεων της αποαριοποίησης, συνεπάγεται και συνεπιφέρει όχι μόνον έναν φυλετικό αγώνα κατά της αλλόφυλης και αλλοδαπής κυριαρχίας, αλλά και μια πνευματική προσπάθεια να επανεύρει ο Λευκός άνθρωπος την «αυθεντική αρχική του ταυτότητα, δηλαδή απαιτεί μια πνευματική προσπάθεια που δεν έχει καμία σχέση με ασαφείς αφαιρέσεις ή μυστικιστικές υπεκφυγές», αλλά απαιτεί μιάν ασταμάτητη και πολυεπίπεδη δράση, πιστή στην Άρια ουσία του Λευκού ανθρώπου.

Ποια είναι όμως αυτή η ουσία; Ουσιαστικά, κάθε ιστορικό στάδιο στην σύγκρουση του Λευκού ανθρώπου με τον δόλιο Ιούδα, εξαπέλυσε τις φυσικές και εγγενείς δυνάμεις του αντισημιτισμού. Για τον Ιουδαίο αυτό είναι ένα κυρίαρχο παθολογικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας των μη – Εβραίων υπανθρώπινων κτηνανθρώπων των Εθνών (goyim), αλλά γιά τον Διδάσκαλο Έβολα το αντεπιχείρημα είναι ότι: «όλα αυτά που συνδέονται με το σημιτισμό και, προ πάντων, με τους Εβραίους, εμφανίζονται ως ιδιατερα αποκρουστικά γιά τους λαούς της λευκής φυλής». Αυτό συμβαίνει, όχι απλά επειδή τα ιουδαϊκά ενδιαφέροντα και συμφέροντα διαφωνούν με εκείνα των Λευκών ανθρώπων, ούτε βεβαίως επειδή ο Λευκός έχει μιάν έμφυτη ψυχοπαθολογία, αλλά επειδή οι Ιουδαίοι ως «άνθρωποι που από την γέννησή τους καθορίζονται από τον τερατώδη ταλμουδικό νόμο», προσβάλλουν το ζωοποιό πνεύμα εκείνου του «κοινού αρχέγονου πολιτισμού» από τον οποίο προέκυψαν όλοι οι διάφοροι αρχαίοι και πρόσφατοι ιστορικοί πολιτισμοί της λευκής φυλής. Ο Έβολα υποστήριξε ότι, αυτή η πνευματική αντίθεση μεταξύ Ιουδαίου και Αρίου υπήρξε ανέκαθεν και συνεχίζει να είναι πρωταρχικής σπουδαιότητας, μια αβυσσαλέα αντίθεση η οποία βρίσκεται και θα συνεχίσει να υφίσταται στην ανθεκτική κι’ ευλογημένη ρίζα του αντισημιτισμού.

Ο Έβολα δανειζόμενος όρους τους οποίους πρωτοχρησιμοποίησε ο Ελβετός κοινωνιολόγος και ανθρωπολόγος Γιάκομπ Μπαχόφεν, χαρακτηρίζει το Άριο πνεύμα ως «ηλιακό και αρσενικό» ενώ το Ιουδαϊκό ως «σεληνιακό και θηλυκό». Επιπλέον ο Έβολα επισημαίνει πως η ρίζα της λέξης «Άριος» προέρχεται από την σανσκριτική λέξη «Arya», που δηλώνει τον «ευγενή», καθώς «μέσα από την μάζα των συνηθισμένων και μετρίων όντων αναδύονται άνδρες που ενσαρκώνουν πληρέστερα την φυλή με ιδιαίτερη συναίσθηση, πράγματι ευγενή όντα με αξία που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο».

Η ύψιστη έκφραση του αρίου αριστοκρατικού φυλετικού πνεύματος μορφοποιήθηκε στην «καταφατική στάση, διάθεση και αντιμετώπιση του θείου» εκ μέρους των πολεμιστών. «Είναι αυτό το πνεύμα, το οποίο σε καλύτερες εποχές οι ευγενείς άνθρωποι απέδιδαν στην φυλή και το οποίο συνίσταται απο ευθύτητα, εσωτερική ενότητα, χαρακτήρα, αξιοπρέπεια, ανδροπρέπεια και άμεση ευαισθησία γιά όλες εκείνες τις αξίες που βρίσκονται στον πυρήνα του ανθρώπινου μεγαλείου και οι οποίες επειδή υπερβαίνουν κατά πολύ την συμπτωματική πραγματικότητα, κυριαρχούν πάνω της.»

Πίσω από τις πολυάριθμες μυθολογικές και συμβολικές αναφορές στον φωτεινό ουρανό που βρίσκονται στους διάφορους ινδοευρωπαϊκούς πολιτισμούς, οι οποίοι στο σύνολό τους διατηρούσαν αξιακά συστήματα προσανατολισμένα στον υπέροχα λαμπερό ουρανό (που ξεπερνά τα όρια του αισθητού κόσμου και καθίσταται υπερβατικός), κυριαρχεί μια αίσθηση της «άϋλης και ασώματης φωτεινής αρρενωπότητας». Ακριβώς όπως στο στερέωμα ο αυτόφωτος ήλιος, η ηλιακή μάζα, είναι πηγή του φωτός, είναι το «δραστικό φώς», ενώ η σελήνη είναι ένα σκοτεινό και πάντα μισοκρυμμένο αντικείμενο, που φωτίζεται και λάμπει περιστασιακά, όταν απορροφά και αντανακλά το φώς εκτός αυτής.

Σε άμεση συσχέτιση με την προηγούμενη διαπίστωση, υπενθυμίζεται ότι, οι αρχαίες παγανιστικές λατρείες των Ευρωπαίων περιείχαν μια βαθειά πίστη στους «θεϊκούς ήρωες – ημιθέους». Με το πνεύμα αυτό οι Ευρωπαϊκοί λαοί αυτοπροσδιόριζαν τους εαυτούς τους, ως διαπρεπείς και εξαίρετους φορείς αυτών των συμπαντικών δυνάμεων που συνδέονται άμεσα με την «ηλιακή δόξα» αυτών των ηρώων, όπως αυτή η δόξα εκφράζεται «στις αρχές της ελευθερίας, της προσωπικότητας, της πίστης και της τιμής».

Ανάλογα, το Άριο πνεύμα υλοποιήθηκε και πραγματώθηκε όχι στα έργα των αναχωρητών και των ραβίνων νομοδιδασκάλων ,αλλά κυρίαρχα στην δράση, στους αγώνες που διεξήγαγε ο πολεμιστής ενάντια στους εχθρούς που έπρεπε να πολεμήσει, μέσα στον ίδιο του τον εαυτό («εσωτερικός πόλεμος») αλλά και στον κόσμο που τον περιέβαλε(«εξωτερικός πόλεμος»).

Μ’ αυτήν την παραδοχή ο Έβολα δήλωσε ότι : «το χαρακτηριστικό ιδεώδες του Αρίου ήταν περισσότερο βασιλικό, παρά ιερατικό, ήταν μάλλον το ιδεώδες μιας μεταμορφωτικής εξευγενιστικής επιβεβαίωσης και επικύρωσης, παρά η ιερατική ιδέα μιας θρησκευτικής εγκατάλειψης». Αντίθετα με την «διακαή και ικετευτική δουλικότητα», χαρακτηριστική της «αβρααμικής θρησκείας», η σχέση των Αρίων προς το θείο υπήρξε πάντοτε δραστική και καταφατική.

Μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι ο Άριος είδε πως «οι ήρωες περισσότερο από τους αγίους προσέγγισαν τις ύψιστες και πλέον προνομιούχες θέσεις της αθανασίας» Συνακόλουθα, η αναζήτησή του για γνώση και κατανόηση του κόσμου εκδηλώθηκε ανέκαθεν ως μια αρρενωπή, υπερήφανη και ηρωική κατάκτηση και όχι ως κάτι αμαρτωλό, άνομο και ανήθικο, όπως η φοβική απόπειρα του βιβλικού Αδάμ να γευτεί τον καρπό του θείου δένδρου.

Ο Έβολα διατεινόταν πως σε αντίθεση με την αυτόφωτη Άρια «ηλιακότητα» το σκοτεινό κι ετερόφωτο «σεληνιακό» εβραϊκό πνεύμα αρνείται την σύνθεση της πνευματικότητας και της αρρενωπότητας, δίνοντας σκόπιμα εκτεταμένη έμφαση και σπουδαιότητα σε οτιδήποτε είναι αφ’ ενός εκτεταμένα υλιστικό και ηδονοθηρικό και αφ’ ετέρου αποφευκτικό, αδρανές και θεωρητικολόγο. Η πλουτολατρεία, η λογοκρατία και ο στείρος ορθολογισμός κατανοούν την ανθρώπινη παρουσία στον κόσμο μέσω της θεμελιώδους αντίληψης ότι το σώμα είναι απλά σάρκα και ύλη, κάτι που πρέπει μόνο να διεγείρεται και να ευχαριστιέται, δίχως να αποτελεί επιπλέον και ένα όργανο του πνεύματος.

«Η δυϊστική σύλληψη του σώματος και της ψυχής, επινόηση γεννημένη από το εβραϊκό πνεύμα, του οποίου η αφηρημένη θεωρητικολογία και η μοιρολατρική στοχαστικότητα στερείται οποιουδήποτε ενδιαφέροντος γιά την ηρωϊκή και υπερφυσική κατάφαση κι’ επικύρωση της προσωπικότητας» δεν μπορεί παρά εύλογα να κατεδαφίσει και να ισοπεδώσει τις υφηλότερες αξίες που συσχετίζονται και συνδέονται με την «ολύμπια πνευματικότητα του Αρίου».

«Στην πολιτιστική σφαίρα αυτό τα χαρακτηριστικά οδηγούν τους Εβραίους να διαστρεβλώνουν, να γελοιοποιούν, να ερμηνεύουν ως απατηλό και άδικο» οτιδήποτε είναι ευδιάκριτο, σαφές και ευκρινές στους λαούς άριας καταγωγής, οτιδήποτε ανθίσταται στα κτηνώδη, κατώτερα ή ρυπαρά συστατικά των πραγμάτων». Ουσιαστικά αποτελεί μιά δεύτερη φύση τους η διαρκής και μεθοδική δράση τους «…γιά να υποβαθμίσουν και να εξευτελίσουν, γιά να λερώσουν και να εκχυδαίσουν όλα τα ευγενή, εξαίρετα και θαυμάσια, αλλά ταυτόχρονα και γιά να εξαπολύσουν σκοτεινές, ενστικτώδεις, γενετήσιες τάσεις, οι οποίες ενυπάρχουν στον άνθρωπο πριν τον σχηματισμό της προσωπικότητας», δηλαδή ενεργούν με εργαλείο τους όλα εκείνα τα στοιχεία που υπονομεύουν, απεξαρθρώνουν και τελικά αφανίζουν τις υψηλότερες ανθρώπινες αξίες.

Η κρίσιμη και απόλυτα επικίνδυνη εφόρμηση των Ιουδαίων ενάντια στις αξίες του Λευκού Ευρωπαϊκού πολιτισμού εκτός από άμεση απειλή βιολογικής επιβίωσης των Ευρωπαϊκών εθνών, αποτελεί επίσης την κλείδα ερμηνείας της επικυριαρχίας τους, καθώς όπως καταδεικνύει ο Έβολα : «μέσω των ευκαιριακών παρεισφρύσεων, διεισδύσεων και διηθήσεων που προξενούν σε κυβερνητικούς θεσμούς και ιδρύματα, επιδιώκουν με κάθε τρόπο (συνήθως στο όνομα της «δημοκρατίας», της «ανθρωπότητας» και της «επιστήμης») ν’ αποξηλώσουν και να κατεδαφίσουν όλες τις ιστορικά εμπεδωμένες και επιβεβαιωμένες αρχές, τους θεσμούς, τις δομές, τις λειτουργίες, τις παρατάξεις, τα κοινωνικά στρώματα και τις ομάδες που αποτελούν φραγή στα σχέδιά τους και εναντιώνονται σε ότι αυτοί απεργάζονται».

Συνεπώς, εκεί όπου «η ανδροπρεπής, ηρωϊκή, θριαμβευτική αποδοχή και ανάληψη του Θείου εξαφανίζεται, ενδίδοντας στην συνεχή έξαρση του πάθους μιας δουλικής, αποπροσωποποιητικής, θολής και μεσσιανικής στάσης προς το πνεύμα», εκεί ο Ιουδαϊσμός αναπόφευκτα θριαμβεύει ενάντια στην Αριανικότητα. Οπότε «γιά να καταπολεμηθούν επιτυχώς οι δυνάμεις εκείνες που αλλοτριώνουν, αλλοιώνουν, απαξιώνουν και τελικά απουσιώνουν τον Λευκό Ευρωπαίο άνθρωπο, δεν είναι αρκετό να ληφθούν ημίμετρα διαποτισμένα από το αλλόφυλο σημιτικό πνεύμα του σύγχρονου κόσμου». Πολλοί, μαχητικοί και αποφασισμένοι αντισημίτες κάνουν αυτό ακριβώς, αναγνωρίζοντας και ταυτοποιώντας την αριανικότητα απλά ως ένα αντεστραμμένο σημιτισμό, ως μιαν αντίφαση στον Ιουδαίο, και όχι ως πολυεπίπεδο, φυσικό και ιστορικό πραγματικό και αληθινό αντισημιτισμό, όπως δηλαδή είναι νομοτελειακά μιά κατάφαση της άριας ύπαρξης. Γιά να είναι κάποιος «ουσιαστικά αντισημίτης δεν μπορεί να συμβιβάζεται με αρχές και ιδέες ενάντια στις οποίες μάχονται οι Λευκοί». Οι μαχητές της εθνικής και ευρωπαϊκής ελευθερίας, οι μαχητές ενάντια στην «ιουδαϊκή απάνθρωπη τυρανία» πρέπει να πολεμήσουν ως Άριοι:

«Πρέπει να είναι ριζοσπάστες. Άλλη μια φορά πρέπει να ξυπνήσουν στην μνήμη και να προσκληθούν εκείνες οι αξίες, που μπορούν να αποκληθούν πραγματικά και σοβαρά Άριες, όχι μόνο βάσει ασαφών και μονόπλευρων εννοιών που διαχέονται και ανακατεύονται με τον πεπερασμένο βιολογικό υλισμό. Αξίες μιας ηλιακής ολύμπιας πνευματικότητας, ενός κλασικισμού σαφήνειας και ελεγχόμενης δύναμης, μιας νέας αγάπης για την διαφορά, την διαφοροποίηση και την ελεύθερη προσωπικότητα και, συγχρόνως, για την ιεραρχία και την καθολικότητα, ώστε μια γενιά που θα διακατέχεται εκ νέου από μια αρρενωπή δυνατότητα να υψωθεί από την «ζωή» στην «υπερ-ζωή» και να μπορέσει ξανά να δημιουργήσει, ενάντια σ’ έναν κόσμο που είναι κομματιασμένος σε ράκη, δίχως αληθινές αρχές και ειρήνη».

Ο αντισημιτισμός του Έβολα υπήρξε κατά μείζονα λόγο απόρροια της «παραδοσιακής» του αντίθεσης με τους φιλελελεύθερους νεωτερισμούς του μεσοπολέμου και με την «συντονισμένη επίθεσή τους κατά του αρχέγονου Αρίου πνεύματος», ακριβώς όπως η υποστήριξή του στον φυλετικό εθνικισμό των δεκαετιών του ’30 και ’40, βασιζόταν λιγότερο στην εδραία πίστη του στις ποικίλες εκφάνσεις αυτού του εθνικισμού και πολύ περισσότερο στην αντίσταση που προσέφερε και προσφέρει ο φυλετικός εθνικισμός ενάντια στις «υλιστικές και ιουδαιοποιητικές παρορμήσεις τις αστικής τάξης». Ωστόσο, όχι πολύ αργότερα από το τραγικό 1945, όταν οι αστικές δυνάμεις συνέτριψαν τα στερνά υπολείμματα της Παραδοσιακής Ευρώπης, οι Ιουδαίοι έπαψαν ν’ αποτελούν στόχο της κριτικής του παραδοσιακού φιλοσόφου! Τότε λοιπόν, στην ίδια χρονική περίοδο που οι «σεληνιακές» δυνάμεις θριάμβευσαν, ο αδάμαστος Έβολα φάνηκε να εγκαταλείπει τον αντισημιτισμό του.

Γιατί ; Εν μέρει η αιτία αυτής του της επιλογής σχετίζεται με την ανέφικτη οργάνωση και εκδήλωση μιάς αποτελεσματικής πολιτικής αντίστασης ενάντια στην «εβραιοφιλελεύθερη παγκόσμια τάξη της μεταπολεμικής περιόδου». Γιατί μόλις η Ευρώπη σύρθηκε υπό τον ζυγό των εξωευρωπαϊκών δυνάμεων και κάθε απομεινάρι του ιστορικού παρελθόντος της περιήλθε σε καταστροφή, στη σύγχρονη περίοδο της κυριαρχίας του σκότους, πρέπει «οι λιγοστοί άνδρες που μπόρεσαν να σταθούν ορθοί, να παραμείνουν ικανοί για να διατηρήσουν άσβεστες τις αμυδρές, δυσδιάκριτες, μισοσβησμένες από τη μνήμη και συγκεχυμένες σπίθες του Αρίου πνεύματος, ώστε αυτό να μην εξαλειφθεί εντελώς».

Ο μεγάλος στοχαστής έγραψε στα 1948 : «Δεν βλέπω τίποτε άλλο παρά ένα κόσμο ερειπίων, όπου μια γραμμή του μετώπου, μιά προφυλακή, είναι εφικτή μόνο μέσα στις κατακόμβες». Γιά να εμμείνει και να στηρίξει κανείς αυτήν την κρυφή αντίσταση, ήταν εφεξής αναγκαίο να υιοθετήσει μιαν αδιάφορη και στωική στάση ζωής απέναντι στους «ξέφρενους και χυδαίους θεατρινισμούς» αυτού «του μεταπολεμικού κόσμου που εβραιοποιήθηκε ολότελα».

Αλλά υπήρξε και ένας άλλος λόγος για το αμβλυμένο ενδιαφέρον του σχετικά με το εβραϊκό ζήτημα. Στο βιβλίο του «Ο δρόμος του κιννάβαρι» (1972) – για το οποίο δήλωσε πως αποτελεί την «πνευματική αυτοβιογραφία» του – ο Έβολα γράφει ότι μετά από τον δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο θεώρησε «παράλογο, εξωφρενικό και άτοπο» να συνεχίσει να τονίζει την ανωτερότητα του Λευκού ανθρώπου σε σχέση με τον Εβραίο, «επειδή η αρνητική συμπεριφορά που αποδίδεται παραδοσιακά στους Εβραίους είχε καταστεί τώρα η συμπεριφορά της πλειονότητας των Αρίων» Δηλαδή σε μιαν εποχή όπου το ιουδαϊκό πνεύμα του νεωτεριστικού φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού επικράτησε και οι περισσότεροι Λευκοί είχαν ενδώσει σ’ αυτό, θεώρησε μάταιο να τονίζει, να εξυψώνει και να μεγαλύνει τις Άριες αξίες, καθώς οι Λευκοί Ευρωπαίοι, οι θεωρούμενοι ως φυσικοί διάδοχοι και κληρονόμοι των αρχαίων Αρίων δεν συμπεριφέρονταν πλέον διαφορετικά από τους Εβραίους.

Γι’ αυτόν τον λόγο, εκτιμάται ότι η μεταπολεμική στάση του δεν ήταν μια ρηχή ή φοβική εγκατάλειψη της προηγούμενης αντισημιτικής κριτικής του, αλλά μια αναγνώριση του γεγονότος ότι οι διαλυτικές δυνάμεις (των οποίων οι Ιουδαίοι αποτελούσαν την πιο ευδιάκριτη ενσάρκωση) είχαν πλέον καταστεί οι ηγεμονικές δυνάμεις του πλανήτη. Άρα ,εκείνοι οι λίγοι Λευκοί που δεν είχαν ενδώσει, δεν είχαν καμία άλλη επιλογή παρά «να ιππεύσουν την τίγρη έως ότου αυτή καταρρεύσει από εξάντληση». Κι αυτή η τίγρη δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι ποικιλώνυμες και διεστραμμένες δυνάμεις που έχουν επιτύχει να κυβερνούν τον σύγχρονο κόσμο μας.

Καθώς ο 21ος αιώνας στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του αναγγέλλει ήδη την αναδιάταξη μάχης των δυνάμεων της Παράδοσης αλλά και των εξουσιαστικών δυνάμεων του χάους, εν όψει της αναμενόμενης τελικής ρήξης, ο απολίτικος στωικισμός του Διδασκάλου Έβολα δεν μπορεί πλέον σήμερα να κατευθύνει την απαιτούμενη δραστική και ενεργητική θέση μας. Παρά ταύτα αποτελεί το στοιχειώδες ελάχιστο πνευματικό πρόταγμα και καταδεικνύει σαφώς τι διακυβεύεται στους πόλεμο που θα κληθούμε να διεξάγουμε σε φυσικό και πνευματικό επίπεδο. Γιατί εάν το Έθνος μας και τα άλλα Έθνη της Λευκής φυλής έχουν ένα μέλλον, αυτό μπορεί να διασωθεί μόνο με την επιβίωση και σωτηρία του αίματός μας, πράγμα που δεν είναι εφικτό αν κηλιδωθεί, μολυνθεί ή βεβηλωθεί το πνεύμα που γεννήθηκε από το αίμα αυτό και αποτελεί το επιστέγασμα της τιμής του!

Γ. Ρ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Άδωνις φαντάζεται μέρες του 1917

Ο Άδωνις Γεωργιάδης από την ασφάλεια του Ελληνικού Κοινοβουλίου, που φρουρείται σαν «αστακός», ρίχνει κλεφτές ματιές έξω, στην πλατεία...