Στα στέκια των αστέγων


Φόβος, εξαθλίωση, αλκοόλ και ενίοτε βία είναι οι σύντροφοι όσων βρέθηκαν κυριολεκτικά στον δρόμο, τελευταία λόγω κρίσης - Οσον αφορά τη μάχη της επιβίωσης και της «καβάτζας» για ύπνο, είναι αδυσώπητη

Οι «νέοι» και οι «παλιοί» στα χαρτόκουτα, τα προβλήματα στο πεζοδρόμιο και στα παγκάκια

Νύχτα. Τα ταξί στην πλατεία Καρύτση σχηματίζουν μια ατσάλινη ουρά δεκάδων μέτρων. Η κίνηση στα μπαράκια της περιοχής είναι μάλλον χλιαρή. Τα «ήρεμα» νερά της πλατείας ταράζει μια φωνή: «Ενα τσιγάρο, ρε παιδιά... Κάνα ψιλό! Πατριώτης είμαι! Ντρέπομαι για τον εαυτό μου. Είμαι στον δρόμο» λέει, με το βλέμμα χαμηλωμένο, ένας ξερακιανός πενηντάρης. Είναι ένας νεοάστεγος και ανήκει σε εκείνους που το «σύστημα» πρόσφατα απέβαλε από την παραγωγή λόγω της οικονομικής κρίσης. Ενας περαστικός τού δίνει δύο ευρώ. Αυτός χαμογελά και τον ευχαριστεί με περισσή αξιοπρέπεια και ευγνωμοσύνη.



Λίγο πιο κάτω, στην πλατεία Κλαυθμώνος, οι «θέσεις ύπνου» και τα παγκάκια είναι μοιρασμένα από καιρό. Οι «παλιοί» άστεγοι τα έχουν καπαρωμένα. Οι νέοι βρίσκουν κατάλυμα σε στοές και εισόδους καταστημάτων, κατά προτίμηση κοντά σε φυλασσόμενα κτίρια. Δεν το κάνουν για να έχουν συντροφιά αλλά διότι η νύχτα είναι άγρια και προτιμούν τοποθεσίες που τις παρακολουθούν και άλλα μάτια. Αλλωστε από καιρού εις καιρόν άστεγοι βγάζουν τα μαχαίρια για μια θέση στο παγκάκι. Η εξαθλίωση φέρνει βία.

Δυτικότερα, στην πολύπαθη πλατεία Ομονοίας, τέσσερις «παλιοί» θαμώνες της κοιμούνται φασκιωμένοι με κουβέρτες πάνω από τις σχάρες του μετρό- ένα από τα λίγα ζεστά σημεία της περιοχής. Απέναντι, σε παρακείμενη στοά, μια ντουζίνα άστεγοι κοιμούνται πάνω σε χαρτόκουτα. Το ίδιο συμβαίνει και σε «καβάτζες» της οδού Αθηνάς και των στενών της γειτονιάς. Κάποιοι ξαπλώνουν στο πεζοδρόμιο, αλλά ο ύπνος τούς παίρνει με δυσκολία, γιατί φοβούνται οτιδήποτε.



Μερικοί περιφέρονται με ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι και μυρίζουν αλκοόλ. Αλλοι μοιάζουν με κορμιά άδεια από ψυχή. Στην άλλη πλευρά του κέντρου, στο Ζάππειο, κάμποσοι άστεγοι προσπαθούν να βολευτούν στα παγκάκια και στα χορτάρια. Κάποιοι μοιράζονται αλκοόλ για να ζεσταθούν. Γύρω τους δεν κυκλοφορεί ψυχή. Ανάμεσά τους οι περισσότεροι κουβαλούνψυχολογικά προβλήματα. Δεν γεννήθηκαν όμως με αυτά. Αντίθετα, η πλειονότητά τους τα απέκτησε στην ανέστια περίοδο του δρόμου. Και μάλλον λίγοι θα καταφέρουν να τα ξεπεράσουν...


Ενα στέλεχος της Πεσινέ στο... παγκάκι

Κάθεται σε ένα τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο. Εχει ανοιχτό το βιβλίο «Ενας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου» του Μαρκ Τουέιν. Είναι 61 ετών, μορφωμένος και αριστερός. Εργάστηκε για τρεις δεκαετίες σε θέσεις ευθύνης του ιδιωτικού τομέα. Και σήμερα είναι, όπως λέει, «άφραγκος, άστεγος, άνεργος και ανασφάλιστος». Είναι ένας εκ των προσωρινών φιλοξενουμένων του ξενώνα του Ερυθρού Σταυρού στην πλατεία Κουμουνδούρου. Ο κ. Π. Παναγιωτόπουλος , ένας νεοάστεγος, θύμα της οικονομικής κρίσης, βρέθηκε από την πρώτη γραμμή παραγωγής της οικονομίας στον δρόμο. «Σε έναν φόνο δεν φταίει μόνο ο θύτης, αλλά συχνά και το θύμα, που μπορεί να άργησε να αντιδράσει ή να ανέχτηκε καταστάσεις» εξηγεί ο 61χρονος. «Είχα βρεθεί για ημέρες στον δρόμο. Είχα δυσκολία να βρω φαγητό και ήμουν χωρίς νερό. Με αλχημείες προσπαθούσα να επιβιώσω» λέει. «Είχα βρει μία καφετερία στο κέντρο της Αθήνας. Δίπλα της υπάρχουν τρία ιδρύματα,τα οποία φρουρούνται διαρκώς. Πήγαινα να κοιμηθώ εκεί για σιγουριά.Τη νύχτα τα πράγματα είναι πολύ άγρια.Μπορεί να μπλεχτείς σε διαφορές χωρίς να φταις» σημειώνει. «Εργαζόμουν σε εταιρεία εισαγωγής ενδυμάτων. Οι δύο συνέταιροι αποφάσισαν να ανεξαρτητοποιηθούν. Βρέθηκα εκτός...» διηγείται. «Κατοικούσα σε έναν χώρο και αργότερα βρέθηκα εδώ. Δεν είχα πρόσβαση σε σπίτι, όμως δεν ήθελα να απευθυνθώ σε φίλους και ήμουν μόνος» τονίζει. Εχει πάρει διαζύγιο εδώ και χρόνια και δεν έκανε παιδιά.



Πρωτοδούλεψε τη δεκαετία του 1970 στη βιομηχανία. «Επιασα δουλειά 21 χρόνων στην Πεσινέ.

Ημουν στέλεχος της επιχείρησης και τότε απαγορευόταν να απεργήσουμε. Ομωςαπήργησα. Και την επομένη απολύθηκα. Η Πεσινέ τότε δημιουργούσε περιβαλλοντικά προβλήματα» λέει. «Επανήλθα στην Αθήνα και δραστηριοποιήθηκα στον κλάδο των τροφίμων. Δούλευα σε αλυσίδες τροφίμων,σε επιχειρήσεις που έκαναν πωλήσεις και αργότερα στην οργάνωση των σουπερμάρκετ. Ημουν στον χώρο από το 1978 ως το 2000» σημειώνει. Ο κ. Παναγιωτόπουλος εργάστηκε στη συνέχεια σε εταιρεία εισαγωγής ιατρικών μηχανημάτων και, έπειτα, σε εισαγωγική επιχείρηση που ήταν και η τελευταία του δουλειά.



«Η παραμονή μου εδώ στον ξενώνα τελειώνει.Λογικό είναι.Υπάρχει μεγάλη ζήτηση εκεί έξω και το βλέπουμε καθημερινά. Λογικά, θα βρεθώ πάλι έξω. Προσπαθούμε εδώ με τους ανθρώπους του ξενώνα να κάνουμε επαφές με επιχειρήσεις,στέλνουμε βιογραφικά για να βρεθεί μια δουλειά. Ομως, όταν ακούν την ηλικία μου,απαντούν “ψάχνω για κάποιον νεότερο”» λέει. Μιλάει για αναλγησία. «Δεν μπορεί να βγαίνει ο Πάγκαλος και να λέει “μαζί τα φάγαμε”. Δεν έχουμε να αγο ράσουμε ένα τσιγάρο.Δεν υπάρχει μεγαλύτερος εξευτελισμός για έναν άνθρωπο που έχει δουλέψει να ζητά ένα τσιγάρο!» σημειώνει.

Ηρθε στην Αθήνα από την Αμαλιάδα στην ηλικία των 10 ετών και φοίτησε σε κλασικό εξατάξιο στην Πλάκα. «Ηταν αυστηρό σχολείο.Το ΄63 που βάλαμε τζιν ο διευθυντής είπε “λιμενεργάτες,πηγαίνετε στα σπίτια σας να αλλάξετε”.Ανήκα στη “γενιά του 15%” και επί Γεωργίου Παπανδρέου κάναμε μεγάλες διαδηλώσεις.Επί χούντας,ήμουν οργανωμένος στην Αριστερά» λέει. «Το 1980,που ήμουν τριαντάρης, έβλεπα τον εαυτό μου ως ενεργό πολίτη με συμμετοχή στα κοινά. Ηθελα να δω την κοινωνία να εξελίσσεται και όχι να βρίσκεται στη σημερινή οπισθοδρόμηση » υπογραμμίζει . «Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα βρισκόμουν εδώ.Είχα σπίτι και αυτοκίνητο. Αφιερωνόμουν στη δουλειά και αμειβόμουν με το παραπάνω πάντοτε πάνω από τη συλλογική σύμβαση» λέει.

«Αυτά που ακούμε στην τηλεόραση για τον ΟΑΕΔ είναι καραμέλες.Να βρουν κονδύλια,τα οποία θα φτάσουν σε εμάς» τονίζει. «Εδώ είμαστε τα τέσσερα άλφα: Ανεργοι, ανασφάλιστοι, άστεγοι και άφραγκοι.Εάν το καταλάβουν αυτό,μόνο έτσι θα δουν και το πρόβλημά μας» λέει. «Ο ξενώνας δεν έχει τα κονδύλια.Απευθύνομαι και στους έχοντες για να προσφέρουν. Κάτι για να μας βοηθήσει ψυχολογικά» σημειώνει ο κ. Παναγιωτόπουλος. «Αυτό το πράγμα είναι παράλογο.Μηδενική ευαισθησία από τους εργοδότες. Αυτές οι εκρήξεις που δημιουργούνταιθα στραφούν εν τέλει εναντίον τους» τονίζει με πικρία.
ΠΟΙΟΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ

«Εδώ είμαστε τα τέσσερα άλφα: άστεγοι,άνεργοι, ανασφάλιστοι και άφραγκοι» εξηγεί ο κ.Π.Παναγιωτόπουλος Σύμφωνα με τη μη κυβερνητική οργάνωση Ρraksis, περί τους 20.000 ανθρώπους στην Ελλάδα στερούνται στέγης.Ανάμεσά τους εντοπίζονται και οι νεοάστεγοι,πολλοί εκ των οποίων μορφωμένοι που φτάνουν στους δρόμους γιατί χάνουν τη δουλειά τους ή δεν καταφέρνουν να βρουν εργασία.Επίσης,ανησυχητικές διαστάσεις λαμβάνει το φαινόμενο των απολυμένων λίγο πριν από τη σύνταξη,αλλά και των νέων ανθρώπων που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις βασικές οικονομικές υποχρεώσεις.Αλλες αιτίες είναι τα χαμηλά εισοδήματα,τα προβλήματα υγείας,η χρήση ουσιών,η απουσία οικογενειακού υποστηρικτικού περιβάλλοντος και η μετανάστευση.Πρόκειται για έναν «τέταρτο κόσμο» σύγχρονων κλοσάρ,των οποίων τα δημογραφικά,πολιτιστικά και εκπαιδευτικά αγαθά απέχουν πόρρω από τα παραδοσιακά στερεότυπα του αστέγου.Ο μέσος όρος ηλικίας τους φτάνει τα 47 έτη,ενώ το προσδόκιμο ζωής των αστέγων είναι 20 χρόνια κάτω από τον μέσο όρο.Μάλιστα είναι τέτοια η κατάσταση στους δρόμους,που καταγράφονται έντονες αψιμαχίες για το ποιος θα προλάβει να καπαρώσει ένα παγκάκι για να κοιμηθεί...

Αχιλλέας Χεκιμόγλου
ΤΟ ΒΗΜΑ


Η ΖΩΗ ΣΕ ΧΑΡΤΟΚΙΒΩΤΙΟ

«Δεν θέλω να δακρύσω μπροστά σας. Αλλά χρειάζομαι βοήθεια». Είναι η κραυγή απελπισίας ενός άστεγου, του Διονύση , που μπορεί (όπως κι άλλοι άστεγοι τα παγωμένα αθηναϊκά βράδια) να κάνει αξιόποινη πράξη ή να αυτοτραυματιστεί προκειμένου να περάσει μια νύχτα στο κρατητήριο ή στο νοσοκομείο.

Ο δρόμος, είναι το σπίτι τους. Το κρύο, η βροχή κι ο καύσωνας, οι καλύτεροί τους φίλοι. Βρίσκονται μόνιμα στις απόμερες γωνιές της πόλης, τη στιγμή που οι περαστικοί τους προσπερνούν, είτε αδιαφορώντας, είτε χωρίς καν να τους προσέξουν. Οι άστεγοι των Αθηνών, όμως, είναι άνθρωποι με ταυτότητα.

Για τους άστεγους, ο χρόνος περνά καθημερινά χωρίς τις εκπλήξεις της καθημερινότητας. Το δρομολόγιο είναι το ίδιο. Ένα συσσίτιο στον δήμο, ένα κέρμα που θα τους δώσει κάποιος περαστικός, μία γόπα από το πεζοδρόμιο που ακόμα σιγοκαίει, για να την καπνίσουν. Κι ύστερα, στο παγκάκι, ή στο απάγκιο κάποιου κτιρίου του κέντρου. Όλοι τους, όμως, πριν από αυτή την κατάληξη είχαν σπίτι. Είχαν οικογένεια. Είχαν δουλειά.

Η "ευκατάστατη" κυρία Ελένη

Είναι 55 ετών. Ζει ανάμεσα στα σκουπίδια και μαζεύει από αυτά ό, τι θεωρεί η ίδια πολύτιμο. Όσοι ξέρουν το ιστορικό της, λένε ότι έχει στην κατοχή της τρία σπίτια. Ζούσε μαζί με την μητέρα της κι όταν την έχασε, δεν είχε κάποιον άλλο στον κόσμο. Αφού περιπλανήθηκε μέρες στους δρόμους της Αθήνας, ζει μόνιμα στην πλατεία Κουμουνδούρου. Κοιμάται πάνω σε σωρό από σκουπίδια. Τα πολύτιμα αντικείμενα που μαζεύει, είναι για εκείνη η περιουσία της. Κάποιοι της φέρνουν φαγητό από τον δήμο. “Έχουν βάλει στο μάτι τα σπίτια της διάφοροι καλοθελητές και της φέρνουν φαΐ", λέει ένας υπάλληλος καταστήματος της περιοχής.

Ο Ηλίας ο Αρτινός

Ο Ηλίας πριν μια βδομάδα είχε γενέθλια κι έκλεισε τα 36. Ούτε καν το θυμόταν όμως. Ένα ακόμα παιδί χωρισμένων γονιών το οποίο έφυγε από το σπίτι του, καθώς δεν άντεχε άλλο να βλέπει τον πατέρα του να γυρνάει κάθε βράδυ μεθυσμένος και να κακοποιεί την μητέρα του. Έτσι, πήρε τα λιγοστά του υπάρχοντα και πήγε να μείνει σ’ ένα παρατημένο αυτοκίνητο στον Άγιο Αντώνιο. Η παρουσία του εκεί όμως, φάνηκε πως «χαλούσε την αισθητική» της γειτονιάς κι έτσι μετά από διαμαρτυρίες των κατοίκων, μένει τα βράδια σ’ ένα απάγκιο, παρέα μ’ έναν τοξικομανή, στην πλατεία Κλαυθμώνος. Τοξικομανής κι ο ίδιος ψάχνει όλη μέρα για τη δόση του κι όταν η παραζάλη των ναρκωτικών ουσιών περάσει, επανέρχονται στο μυαλό οι (μάταιες;) σκέψεις που κάνει για το μέλλον του. Θέλει να ξεφύγει και να βρει ένα σπίτι, λέει σε ανθρώπους που εργάζονται στην περιοχή και του δίνουν φαγητό.
Ο “αντάρτης” Γιώργος

Ο ίδιος λέει πως «η μοίρα μ’ έριξε στο δρόμο», ωστόσο δεν παραπονιέται. Οι «γείτονές» του, οι άλλοι άστεγοι δηλαδή, τον φωνάζουν αντάρτη ή επαναστάτη. Εκείνος με υπερηφάνεια δηλώνει πως ήταν από τους πρώτους που πήραν μέρος στα επεισόδια του Δεκέμβρη. Πριν γίνει άστεγος, είχε κι εκείνος σπίτι και την δική του οικογένεια. Του αρέσει όμως και η τωρινή ζωή που έχει και απολαμβάνει να βλέπει κόσμο και να “διαβάζει” τους πεζούς. «Ένα βλέμμα να τους ρίξω, θα σου πω αμέσως τι δουλειά κάνουν», λέει χαρακτηριστικά.

Ο παλαιότερος των αστέγων

Ο Σπύρος, έντεκα χρόνια κοιμάται στην είσοδο μιας τράπεζας στη Σταδίου. «Είναι απάγκιο εδώ», λέει ο ίδιος, «και μου αρέσει το έξω. Άμα πηγαίνω μέσα με πιάνει μελαγχολία και κατάθλιψη». Δεν ζητιανεύει, παρά μόνο φαγητό ζητάει.

Ο μάγκας των αστέγων

Η τοποθεσία του είναι πίσω από το Μουσείο Μπενάκη, με μόνιμο μέρος διαμονής ένα πράσινο παλιό φορτηγάκι. Η γειτονιά του είναι το γνωστό κέντρο διασκέδασης Κέντρο Αθηνών. Κάθε βράδυ το μέρος γεμίζει με χαμόγελα από νέους και νέες που πάνε να χορέψουν και να περάσουν καλά με την παρέα τους. Ο Σπίθας όμως είναι πάντα χαμογελαστός, κι ας τα παρακολουθεί όλα αυτά από απόσταση. Οδηγός νταλίκας με ταξίδια σε χώρες της Ευρώπης, με συγγενείς και φίλους στον τόπο γέννησής του(ένα χωριό έξω από το Μεσολόγγι), γυναίκα και δύο παιδιά με τις δικές τους οικογένειες στην Πάρο. Είχε μία ζωή δηλαδή που άλλοι ονειρεύονται, αλλά δεν μπορούν να αποκτήσουν. Γιατί τ’ άφησε όλα αυτά πίσω όμως; «Με στεναχώρησε η γυναίκα μου και τα παράτησα», απαντάει λακωνικά.. Καθημερινός επισκέπτης του Κέντρου Στήριξης Αστέγων, όπου πίνει καφέ και παίζει τάβλι με άλλους άστεγους. Αγνοεί τα υπεροπτικά βλέμματα των περαστικών και δεν ζητιανεύει ποτέ, όπως αποκαλύπτει, παρά μόνο δέχεται τα τσιγάρα που του δίνουν οι κάτοικοι της περιοχής. Μοναδικό όνειρό του, είναι να γυρίσει κάποια στιγμή στην γενέτειρά του.

Τις πιο πολλές φορές φυσικά, αυτοί οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται με χλευασμό και απαξία. Οι περαστικοί τους προσπερνούν, προσπαθώντας κάθε φορά να μην έρθουν σε επαφή μαζί τους. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, η αδιαφορία από την μεριά των πολιτών και κυρίως εκείνων που μπορούν πραγματικά να τους βοηθήσουν, είναι μεγάλη. Ακόμη και τα καταστήματα τροφίμων της περιοχής τους, δείχνοντας τη μεγάλη "ευαισθησία" προς το πρόσωπο των αστέγων, προκειμένου να πετάξουν στα σκουπίδια τα ληγμένα εμπορεύματά τους , τα οποία συνήθως έχουν σαπίσει, τα μοιράζουν σ’ εκείνους.

Στην Ελλάδα λοιπόν, της ιδιοκατοίκησης και της οικογενειακής θαλπωρής, οι άστεγοι απαριθμούνται σε έντεκα χιλιάδες άτομα. Οι «πρωταγωνιστές των δρόμων» είναι Έλληνες , αλλοδαποί, άντρες και γυναίκες, οικονομικά κατεστραμμένοι από δάνεια και κάρτες, απολυμένοι λίγο πριν από την συνταξιοδότηση, χρήστες ναρκωτικών, αποφυλακισμένοι, απόκληροι. Άνθρωποι, κάποτε, της διπλανής πόρτας που ζούσαν μια ζωή ίδια με αυτή των “κανονικών” ανθρώπων, περιφέρονται σήμερα σαν σκιές στην πλατεία Κλαυθμώνος, στην Κουμουνδούρου, την Ομόνοια, τον Ευαγγελισμό, το Πεδίον του Άρεως, σε πάρκα και πεζόδρομους του κέντρου της Αθήνας. Όπου βρουν ένα φιλόξενο γι’ αυτούς μέρος στην πόλη, στήνουν τα πρόχειρα σπιτάκια τους από χαρτόκουτα, σανίδες και πλαστικά.
Αν γυρίσουμε τον χρόνο πίσω 4,5 χρόνια και μεταβούμε στη περίοδο που τελέστηκαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα, όλοι θα θυμηθούμε πως οι εικόνες αυτές δεν υπήρχαν, καθώς οι «αρμόδιοι» είχαν φροντίσει επιμελώς να τις κρύψουν. Κι όμως σήμερα, είναι εικόνες της καθημερινότητας στην καρδιά της πολιτισμένης Αθήνας του 21ου αιώνα.


http://antouanetach.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Άδωνις φαντάζεται μέρες του 1917

Ο Άδωνις Γεωργιάδης από την ασφάλεια του Ελληνικού Κοινοβουλίου, που φρουρείται σαν «αστακός», ρίχνει κλεφτές ματιές έξω, στην πλατεία...